λοφιήτης

λοφιήτης
λοφ-ῐήτης, ου, ,
A dweller on the hills, epith. of Pan, formed like πολιήτης, AP6.79 (Agath.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λοφιήτης — λοφιήτης, ὁ (Α) (για τον Πάνα) αυτός που κατοικεί στους λόφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος, πιθ. κατά το πολιήτης] …   Dictionary of Greek

  • λοφιῆτα — λοφιήτης dweller on the hills masc voc sg λοφιήτης dweller on the hills masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”